οστεοκόλλος

οστεοκόλλος
ὀστεοκόλλος, ὁ (Μ)
είδος φυτού, το σύμφυτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -κολλος (< κόλλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀστεοκόλλος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστεοκόλλον — ὀστεοκόλλος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”